Οι εννιά μήνες της εγκυμοσύνης

Profis Giannis 24 Οι εννιά μήνες της εγκυμοσύνης

Γιαννης Πρόφης Οι εννιά μήνες της εγκυμοσύνης Γράφει ο Γιάννης Πρόφης (*)

(Διήγηση της Ελένης (1876 – 1978), κόρης του παπα-Στάματη Μαργέτη από Λιόπεσι και συζ. του Μήτσου Ν. Κιούση από Κορωπί. Μάλλον δεν πρόκειται για πραγματική ιστορία, αλλά κυκλοφορούσε ως ανέκδοτο στα χωριά)

Η ΤΣΊΑ (*1) ΚΑΙ Ο ΚΟΛΙΌΣ (*2) ήταν αρρεβωνιασμένοι. Κι ώσπου να ετοιμάσει η νύφη την προίκα της, να παντρέψει κι ο γαμπρός τη μεγαλύτερη αδερφή του, περάσανε κοντά δυο χρόνια. Και όλο αυτόν τον καιρό ούτε η νύφη ούτε ο γαμπρός είχε πάει ποτέ ο ένας στο σπίτι του αλλουνού. Κι ούτε κι είχανε μιλήσει ποτέ οι δυο τους. Γιατί αυτά ήντουσαν ντροπής πράματα. Έτσι τουλάχιστον νόμιζαν όλοι… Μόνο οι συμπεθέροι κάνανε πού και πού επισκέψεις μεταξύ τους.

Ο γάμος τους έγινε την πρώτη μέρα του Μάρτη, ημέρα Σάββατο, με όλους τους τύπους και τις επισημότητες. Όμως ακόμα κι αυτές τις μέρες κανένας δεν παρατήρησε κάτι το περίεργο στην εμφάνιση της νύφης, έτσι όπως ήτανε ντυμένη, με τα σιγούνια και τα γιορντάνια της. Ήτανε μια όμορφη νέα κοπέλα, σαν όλες τις άλλες. Κι από το γάμο και μετά, έμενε στο σπίτι των πεθερικών της, μαζί με τον άντρα της.

ΟΙ ΓΕΙΤΟΝΟΙ ΔΕΧΤΗΚΑΝ ΜΕ ΧΑΡΑ την καινούργια νύφη στη γειτονιά τους. Όμως τους έκανε εντύπωση πως από τότες η Τσία δεν βγήκε ποτέ έξω από το σπίτι της. Ούτε να κάτσει στο πεζούλι της αυλόπορτας ούτε να πάει στην εκκλησία ούτε να κάνει κάποια επίσκεψη. Την έβλεπαν μόνο λίγες φορές στην αυλή της, από την ανοιχτή αυλόπορτα. Μετά από ένα μήνα δεν την έβλεπαν ούτε εκεί. Κι όσες φορές μπήκανε στο σπίτι να ζητήσουνε κάτι, η νύφη ποτέ δε φάνηκε μπροστά τους. «Είναι μέσα και ζυμώνει, είναι μέσα και κεντάει» τους έλεγε η πεθερά της. Οι γειτόνισσες συζητήσανε μεταξύ τους αυτά τα περίεργα που βλέπανε και βγάλανε ένα σίγουρο συμπέρασμα: «Η νύφη είναι γκαστρωμένη και μάλιστα ετοιμόγεννη!». Αλλά ντρεπόντουσαν να ρωτήσουνε κάποιον από τους δικούς της, που συναντούσαν έξω στο δρόμο.

ΠΕΡΑΣΑΝΕ ΚΙ ΑΛΛΟΙ ΔΥΟ ΜΗΝΕΣ, ήτανε τέλος Μαΐου, ώσπου ένα απόγεμα μια γειτόνισσα είδε τη μαμή του χωριού να μπαίνει στο σπίτι της νύφης, κρατώντας το ταγάρι με τα σύνεργά της. Ε, τώρα το πράμα δεν μπορούσε να κρυφτεί κι άλλο: Ήτανε φανερό πως η νύφη θα γένναγε! Ήθελε όμως να της το πει και η ίδια η μαμή. Βγήκε και κάθισε στο πεζούλι, έξω από την αυλόπορτα, και την περίμενε με τις ώρες να βγει. Κι όταν η μαμή βγήκε, σηκώθηκε και στάθηκε μπροστά της: «Καλησπέρα, κυρά μαμή… Τι έγινε? Είχαμε γεννητούρια?» «Ναι, η νύφη γέννησε κι έκανε αγόρι, γερό και όμορφο!» της απάντησε κι έφυγε. Η γειτόνισσα έτρεξε αμέσως και χτύπησε όλες τις πόρτες της γειτονιάς, να τους πει τα νέα. «Το και το… Η Τσία γέννησε!…» Το νέο διαδόθηκε σαν αστραπή σ’ όλο το χωριό και σχολιάστηκε: «Μόι τι δούνα (*3) είν’ αυτή? Πάει, χάλασε ο κόσμος, δεν υπάρχει τώρα ντροπή… Ακούς εκεί, να γεννήσει μέσα σε τρεις μήνες… Με τι μούτρα θα βγούνε έξω να τους δει ο κόσμος? Αμή αυτή η ντεμελιόρα (*4) η νύφη πώς θα βγει έξω? Και μη χειρότερα, Παναγία μου!» λέγανε οι γυναίκες μεταξύ τους.

ΓΙΑ ΤΗ ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ ΟΜΩΣ δεν ήταν αρκετά όλα αυτά τα σχόλια. Ήθελε να τα πει κατάμουτρα και στη μάνα της νύφης, που της είχε άχτι, γιατί ήτανε πονηρή, κουτοφαντασμένη και παρίστανε τη σπουδαία και τη θεοσεβούμενη. Γι’ αυτό την άλλη μέρα θρονιάστηκε στο πεζούλι και δεν το κούνησε καθόλου από κει. Εκεί καθάρισε τη φάβα, εκεί τα χόρτα, εκεί έγνεθε με τη ρόκα της. «Πού θα μου πάει, δε θα περάσει να πάει να δει την προκομμένη την κόρη της?» σκεφτόταν.

Ο ήλιος είχε αρχίσει να βασιλεύει, όταν επιτέλους η μάνα φάνηκε. Η γειτόνισσα την είδε από μακριά και κρύφτηκε πίσω από την αυλόπορτα. Γιατί ήθελε να μιλήσει μαζί της ώρα που θα ’φευγε κι όχι τώρα που ερχόταν. Κι όταν αυτή προσπέρασε και μπήκε στην αυλή, βγήκε, ξανακάθισε στο πεζούλι της και την περίμενε πάλι. Σε κάποια στιγμή την είδε να βγαίνει κουνιστή και λυγιστή. Σηκώθηκε από το πεζούλι και της ευχήθηκε: «Να σας ζήσει το εγγόνι, θείτσα Μηλίτσα! Τα μάθαμε τα ευχάριστα… Τι κάνει η Τσία και το μωρό? Είναι όλοι καλά;» «Ευχαριστώ πολύ, όλοι είναι μια χαρά και το μωρό πολύ όμορφο!» απάντησε αυτή. «Με το καλό να σαραντίσει!» ευχήθηκε και πάλι η γειτόνισσα. «Ευχαριστώ, να δώσει ο Θεός!» είπε η μάνα, έκανε το σταυρό της και κίνησε να φύγει. Όμως η γειτόνισσα την κράτησε γιατί ήθελε να πει τα δικά της:

«ΌΛΑ ΩΡΑΙΑ ΚΑΙ ΚΑΛΑ, μωρέ θείτσα Μηλίτσα, αλλά να… Είμαι περίεργη, πώς γίνεται να γέννησε η κόρη σου μέσα σε τρεις μήνες?» Η μάνα δεν περίμενε αυτή την ερώτηση. Ταράχτηκε, αλλά προσπάθησε να μην το δείξει. Το μυαλό της δούλεψε γρήγορα και πήρε ύφος γλυκό: «Άκουσ’ εδώ, της είπε˙ από το Μάρτη, που παντρεύτηκε, μέχρι το Μάη, που γέννησε, οι μήνες δεν είναι τρεις, αλλά εννιά!» Η άλλη έμεινε με το στόμα ανοιχτό: «Και πώς γίνεται αυτό; Όλος ο κόσμος ξέρει πως από το Μάρτη μέχρι το Μάη, οι μήνες είναι τρεις…» «Όχι, είναι εννιά, επέμενε η μάνα˙ να, μέτρα και συ με τα δάχτυλα, όπως σου λέω εγώ, και θα ιδείς πως είναι εννιά!»

Κι άρχισε να λέει λέξεις αρβανίτικες, αλλά μασημένες και ακαταλαβίστικες, για να μην ακούγονται καθαρά τα λόγια της, μετρώντας με τα δάχτυλά της τους, ας πούμε, μήνες:

(Δική μου ελεύθερη μετάφραση):

1. Μάρτης, 2. Αγγουροβγάλτης, 3. Παλουκοβάλτης

που μας το γκάστρωσε…

4. Απρίλης, 5. Μουστακοχείλης, 6. Ξινοσταφύλης

που μας το έσταξε…

7. Μάης, 8. Μοναχοφάης, 9. Χαραμοφάης

που μας το πέταξε!…»

(ΟΙ ΑΡΒΑΝΙΤΙΚΟΙ ΣΤΙΧΟΙ):

1. Marsi (Μάρση), 2. Karsi (Κάρση), 3. Çë na e mbarsi (Τσ’ να ε μπάρσι)

4. Prilli (Πρίλι), 5. Billi (Μπίλι), 6. Çë na mbivi (Τσ’ να ε μπίβι = φύτεψε)

7. Mai (Μάη), 8. Kai Κάη), 9. Çë na e ngai (Τσ’ να ε νγκάι = πείραξε).

ΕΔΩ Η ΜΑΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕ με ανακούφιση το μέτρημα. «Βλέπεις, μόι, που οι μήνες είναι εννιά, όπως σου έλεγα?» είπε στη γειτόνισσα. Κι αμέσως άνοιξε βιαστικά το βήμα της να φύγει, μην προλάβει και πάρει απάντηση. Όμως η άλλη δεν της το χάρισε: «Μόι πού τα πουλάς αυτά, μόι ερημάδε?(*5) της φώναξε˙ είσαι στα καλά σου? Εδώ είναι φως – φανάρι: Έξι μήνες προτού το γάμο, η αρναούτα (*6), η κόρη σου, έκανε τα «αίσκιστα (*7)» με το γαμπρό κι εσύ δεν έβλεπες τίποτα… Αμή οι γυναίκες δε γεννάνε με το κρίνο και το βασιλικό, μόι εζέζε … Θέλουνε και το αγγούρι!»

Η μάνα ούτε που γύρισε πίσω να κοιτάξει και ν’ απαντήσει. Άνοιξε νευρικά ακόμα πιο γρήγορα το βήμα της κι έγινε Λούης…

.

Γλωσσάρι

(*1). Τσία˙ πρόκειται για το όνομα Βασιλική: Βασιλική – Βασιλι-κία – Βασιλι-τσία – Τσία (προφέρεται Chία). Ο τσιτακισμός προέρχεται από το παλαιό αθηναϊκό γλωσσικό ιδίωμα.

(*2). Κολιός˙ προέρχεται από το όνομα Νι-κολός – Νι-κολιός – Κολιός.

(*3). δούνα˙ (αρβ. = ντροπή, συγγ. της αρχ. ελληνικής λ. αιδώς) .

(*4). ντεμελιόρα˙ κατά λέξη «η ζημιάρα». Μτφ. εκείνη που έχει διαπράξει ανεπίτρεπτη ή ανήθικη πράξη. Αρβανίτικα dëm = ζημιά. Προφανής είναι η συγγένεια της ρίζας των λέξεων: dëm – ζεμ – ζημ.

(*5). ερημάδε (αρβ. από την ελλην. λ. έρημη, αρσ. ερημάθ).

(*6). αρναούτα (αρβ. = αλβανίδα. Από την τουρκ. λ. arnavut = αλβανός /- ίδα). (Εδώ εννοεί κοπέλα ανόητη και απερίσκεπτη).

(*7). αίσκιστα˙ αντί αίσχιστα).

(*8). εζέζε˙ (αρβ. θηλ. e zezë = μαύρη, δύστυχη, αρσ. i zi ).

.

(*) Ο Γιάννης Πρόφης είναι λαογράφος, συγγραφέας και ζωγράφος

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο

Tο σχόλιο θα δημοσιευθεί μόλις εγκριθεί από τον διαχειριστή. Διαβάστε τους όρους χρήσης. Για οποιαδήποτε απορία, μπορείτε να επικοινωνήσετε μέσω email.