Γράφει ο Γιάννης Πρόφης (*)
ΗΤΑΝ ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ, λίγα χρόνια μετά την Κατοχή, θα ’μουν δε θα ’μουν εφτά χρονών. Βράδιασε πολύ νωρίς εκείνο το συννεφιασμένο απόγεμα. Ένα ψιλόβροχο είχε μουσκέψει το χώμα της αυλής κι είχε παγωνιά. Καθόμουνα στο τζάκι του σπιτιού μας κι απολάμβανα την ευχάριστη ζεστασιά. Στα γόνατά μου κρατούσα ένα τετράδιο ιχνογραφίας και με παιδική αφέλεια ζωγράφιζα σχέδια με το μολύβι. Σε μια στιγμή μπήκε στο δωμάτιο η μητέρα μου. «Θέλεις, Γιάννη, με ρώτησε, να πάμε στο σπίτι της κυρίας Καρολίνας, να δείς ένα δέντρο που έχει φτιάξει, που το λέει χριστουγεννιάτικο? Την είδα εδώ έξω και μου είπε να πάρω και σένα και να πάμε».
Άκουσα για πρώτη φορά τις λέξεις «χριστουγεννιάτικο δέντρο» και απόρησα. «Τι να ’ναι αυτό το πράμα? Να ’ναι κάποιο αληθινό δέντρο ή κάτι ζωγραφισμένο στον τοίχο? Ή μήπως είναι κάτι που τρώγεται?» αναρωτήθηκα. «Ναι, πάμε, θέλω να το δω!» απάντησα γεμάτος περιέργεια. Μου φόρεσε ένα παλτουδάκι, ένα σκούφο στο κεφάλι, μ’ έπιασε από το χέρι και ξεκινήσαμε. Το σπίτι της κυρίας Καρολίνας δεν ήταν μακριά. Είχε νοικιάσει τώρα κοντά στην πλατεία δυο μικρά δωμάτια του Σπύρου Γεωργάκη («Κατσάρα»), εκεί που παλαιότερα βρισκόταν το δημοτικό σχολείο θηλέων.
ΜΠΗΚΑΜΕ ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ και φτάσαμε στην πόρτα του σπιτιού. Το τζάμι της πόρτας ήταν θολό, δε φαινόταν καθαρά το εσωτερικό του δωματίου. Θα ήταν πολύ ζεστό, γιατί μια λεπτή πάχνη το είχε καλύψει. Λαμπερές σταγόνες νερού κατρακυλούσαν προς τα κάτω ζωγραφίζοντας στην επιφάνεια των τζαμιών φιδίσια δρομάκια. Κόλλησα τη μύτη σ’ αυτό, γιατί βιαζόμουν να κοιτάξω μέσα. Ήταν η πρώτη όμορφη εικόνα, που με γέμισε με αίσθημα οικογενειακής θαλπωρής. Η μητέρα μου χτύπησε μερικές φορές το τζάμι με το δάχτυλο. Γρήγορα η κυρία Καρολίνα ήρθε κι άνοιξε και μας υποδέχτηκε με χαρά. «Περάστε, μας είπε˙ ελάτε να ντείτε πρώτα το ντέντρο στο άλλο ντωμάτιο και μετά ελάτε να κατίσουμε εντώ!». Μαζί μας υποδέχτηκε κι η νύφη της, η Θάλεια, γυναίκα του Βίκτωρα του μαθηματικού. Κοίταξα το πρώτο δωμάτιο και μ’ άρεσε πολύ. Φωτιζόταν μόνο από ένα αμπαζούρ δαπέδου, αλλά περισσότερο από τη φλόγα της φωτιάς του τζακιού. Το κρεβάτι ήταν στρωμένο με μια γκρενά κουβέρτα, το τραπέζι με βελούδινο τραπεζομάντιλο, ενώ το δάπεδο ολόκληρο καλυπτόταν από μεγάλο κιλίμι. Κι η γάτα, που την έκαιγε η πύρα, γουργούριζε σε ύπνο μακάριο. Όλα ζεστά, περιποιημένα και νοικοκυρεμένα.
Η ΠΟΡΤΑ ΤΟΥ ΔΩΜΑΤΙΟΥ με το δέντρο ήταν μισάνοιχτη και φαινόταν μέσα ένα αμυδρό φως. Κι όταν μπήκαμε μέσα, ένιωσα μια παράξενη παγωνιά, γιατί το δωμάτιο δε θερμαινόταν από πουθενά. Έμεινα κατάπληκτος από το πρωτόγνωρο θέαμα: Είδα μπροστά από τον απέναντι τοίχο, να στέκει ένα δέντρο με πυκνή φυλλωσιά, ψηλό όσο ένα αληθινό. Τα κλαδιά του απλώνονταν δεξιά κι αριστερά, γίνονταν κοντύτερα όσο έφταναν προς την κορυφή και κατέληγαν σ’ ένα χρυσό αστέρι. Στις άκρες των κλαδιών ήταν κολλημένα συμμετρικά μερικά αναμμένα κεράκια. Από παντού κρέμονταν κλωστές με μικρές μπάλες, χρυσαφένιες, ασημένιες, κόκκινες και πράσινες, που άστραφταν στο γλυκό φως των κεριών. Εκεί, κατάχαμα, ήταν τοποθετημένη η φάτνη που γεννήθηκε ο Χριστός! Ήταν κατασκευή καμωμένη από ξύλο ή χαρτόνι, δεν ξέρω. Οι φιγούρες είχαν έντονα χρώματα και φωτίζονταν από ένα κεράκι, που υπήρχε εκεί χάμω. Γνώρισα και τα πρόσωπα, που τα είχα δει σε εικόνες ή άλλες ζωγραφιές: Την Παναγία με το νεογέννητο Χριστό, τον Ιωσήφ, τους ποιμένες, τους αγγέλους, τους τρεις μάγους με τα δώρα. Είδα και τα μοσχαράκια και τα πρόβατα, που με την ανάσα τους ζέσταιναν το Χριστό. Ένιωσα κι εγώ τη ζεστασιά τους. Κι όλα μου φαίνονταν σαν αληθινά κι ήσαν έτοιμα να κινηθούν και να μιλήσουν σα να ‘ταν κουρντιστά. Μου φάνηκε μάλιστα ότι άκουσα και κάποια ουράνια μελωδία…
Ένα ηδονικό ρίγος απερίγραπτης ευχαρίστησης διαπέρασε το σώμα μου. Στάθηκα για πολλή ώρα και κοίταζα το δέντρο. Κοίταζα αχόρταγα και τις πιο ασήμαντες λεπτομέρειες, γιατί δεν ήξερα αν θα ξανάβλεπα ποτέ αυτό το μαγικό, όλο μυστήριο, θέαμα. Πέρασε έτσι αρκετή ώρα, ώσπου η μητέρα μου με τράβηξε από το χέρι: «Έλα, μου είπε, πάμε να καθίσουμε λιγάκι με την κυρία Καρολίνα».
ΠΗΓΑΜΕ ΣΤΟ ΑΛΛΟ ΔΩΜΑΤΙΟ και καθίσαμε σε σκαμνάκια κοντά στο τζάκι. Η κυρία Καρολίνα σηκώθηκε, πήγε στο τραπέζι, εκεί που είχε μια πιατέλα με γλυκό, ένα μπουκαλάκι με λικέρ, πιατάκια και πιρουνάκια. «Θα σας ντώσω να ντοκιμάσετε στρούντελ, μας είπε. Παρατήρησα ότι το σ το πρόφερε με πολύ παχιά προφορά και μου έκανε εντύπωση. «Τι είναι στρούντελ?» ρώτησε η μαμά, που κι αυτή για πρώτη φορά άκουγε τη λέξη. «Είναι το χριστουγκεννιάτικο γκλυκό που φτιάχναμε στην πατρίντα μου» απάντησε η κυρία Καρολίνα και συνέχισε: «Φτιάχνω ζυμάρι με γκάλα και αβγκά, ανοίγκω φύλλο και μετά βάζω πάνω τη γκέμιση: Κομμάτια μήλο, σταφίντες, μύγκνταλα ξεφλουντισμένα, γκαρύφαλλο και κανέλα. Τυλίγκω το φύλλο, το βάζω στο ταψί και το ψήνω στο φούρνο». Έδωσε λίγο ποτό στη μαμά και αντάλλαξαν ευχές για τις γιορτές. Έβαλε μετά σε πιατάκια δυο κομμάτια γλυκό και μας το πρόσφερε. Ήτανε πολύ ωραίο και πολύ διαφορετικό απ’ όλα τα γλυκά που έφτιαχναν στο σπίτι μας. Πιάσανε μετά την κουβέντα κι η ώρα πέρασε. Η μαμά σηκώθηκε για να φύγουμε. Εγώ μπήκα ξανά στο δωμάτιο για να δω το δέντρο. «Φτάνει τόσο, μου είπε η μαμά, του χρόνου θα ξανάρθουμε να δούμε το καινούργιο!»
ΧΑΙΡΕΤΗΣΑΜΕ ΚΑΙ ΠΗΡΑΜΕ το δρόμο για το σπίτι μας. Σε λίγα χρόνια άρχισα να βλέπω τέτοιες μέρες και σε άλλα σπίτια χριστουγεννιάτικα δέντρα. Η αδερφή μου, η Σούλα, έφτιαξε ένα και στο δικό μας σπίτι από κυπαρίσσι, μπαμπάκια, χαλκομανίες και φάτνη από χαρτόνι. Όμως τόσο όμορφο δέντρο, σαν αυτό της κυρίας Καρολίνας, δεν είδα ποτέ μου μέχρι σήμερα!
.
(*) Ο Γιάννης Πρόφης είναι λαογράφος, συγγραφέας και ζωγράφος