Οι κόρες του Γιωρ’ Χούντα και οι καλικάτζαροι

καλικάτζαροι Οι κόρες του Γιωρ’ Χούντα και οι καλικάτζαροι

Γιαννης Πρόφης Οι κόρες του Γιωρ’ Χούντα και οι καλικάτζαροι Γράφει ο Γιάννης Πρόφης (*)

(Διήγηση της Ελένης, κόρης του παπα-Σταμάτη Μαργέτη (1884-1986) από Λιόπεσι, σύζ. του Μήτσου Ν. Κιούση από Κορωπί)

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΚΟΡΕΣ του Γιωρ’ Χούντα, από το Λιόπεσι, είχανε μεγαλώσει κι είχανε γίνει κοτζάμ γυναίκες. Η μικρή ήτανε στα δέκα, η άλλη στα έντεκα και η μεγάλη στα δώδεκα. Κάθε χρόνο κι από μια κουρούκλα. Και σε δυο – τρία χρόνια θα ’τανε της παντρειάς. Νοικοκύρης ο πατέρας τους, με αλώνια, με ελιές και με λιοτρίβια και αμπέλια ατρύγητα. Είχε φέρει και στο σπίτι του το δάσκαλο που μάθαινε γράμματα στα παιδιά των Καμπάδων, γιατί τότες το Λιόπεσι δεν είχε ακόμα σχολείο για κορίτσια. Αμή αυτές πον (*1) τα παίρνανε τα γράμματα, αλλά πάλι καλά που μάθανε κάτι. Στις εξωδουλειές, θέρος, τρύγος και ελιές, δεν τις παίρνανε, τάχατες για να μαγειρεύανε και να κάνανε δουλειές στο σπίτι. Κι από την καλοπέραση είχανε γίνει στρουμπουλές, με μάγουλα ροϊδοκόκκινα, που σκάγανε από υγεία. Μάσα, ξάπλα δηλαδή…

ΉΤΑΝΕ ΠΡΟΠΑΡΑΜΟΝΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ, είχε βραδιάσει νωρίς, κι όλη η οικογένεια καθότανε κοντά στο τζάκι. Έξω το σκοτάδι ήτανε πηχτό κι είχε κρύο. Τα ξύλα τρίζανε κι οι φλόγες χοροπηδούσανε και φωτίζανε όλο το δωμάτιο με τη μεγάλη καμάρα.

Ήταν η ώρα για το βραδινό φαγητό τους. Η μάνα ζύγωσε το σοφρά κοντά στο τζάκι και μαζί με τη γιαγιά αρχίσανε να φέρνουνε τα φαγητά, που ’χανε φτιάξει: Τραχανά κοκκινιστό μέσα στη μεγάλη σουπιέρα, άγρια χόρτα του βουνού σε μπόλικο λάδι, αβγό τηγανιτό, τυρί τουλουμίσιο, ελιές θρούμπες, ψωμί και κρασί για τον μπαμπά. Κι από όρεξη, άλλο τίποτα. Η μεγάλη έψηνε και φέτες ψωμί στη θράκα, τις βουτούσε μέσα στο λάδι, έτριβε πάνω τις ελιές κι έτρωγε. Μετά σηκώθηκε, πήγε στην πιατέλα με τα μελομακάρουνα και πήρε δυο – τρία στα χέρια της. Την είδε η γιαγιά και αγανάχτησε: «Μόι φαγούσα, της είπε, μη τα φαρμακώσεις όλα! Μεθαύριο είναι Πρωτοχρονιά και δε θα ’χουμε να τρατάρουμε τους μουσαφιραίους».

Τελοσπάντων, σηκώσανε το σοφρά, ζυγώσανε όλοι στο τζάκι και συζητούσανε. Ο μπαμπάς είπε για τα μεγάλα έργα που σχεδίαζε να κάνει ο Χαρίλαος Τρικούπης, όπως είχε ακούσει στο καφενείο. Η μαμά είπε για τα καινούργια παπούτσια και το μεταξωτό μαντίλι της και η γιαγιά για το σιχαμένο το ποντίκι που ’χε πνιγεί μέσα στο τενεκέ με το λάδι.

ΟΙ ΚΟΡΕΣ ΟΜΩΣ ΑΔΙΑΦΟΡΟΥΣΑΝΕ για όλα αυτά. Τρώγανε τώρα από ένα μανταρίνι και φτύνανε τα κουκούτσια καίγοντας τις φλούδες στη φωτιά. Η μεγάλη δοκίμασε τώρα να πάει αλλού την κουβέντα:

– Καλέ γιαγιά, πες μας τώρα, είναι αλήθεια αυτά που λένε για τους καλικαντζαραίους?

– Αλήθεια είναι, ψέματα θα ’τανε? απάντησε η γιαγιά.

– Πότε έρχονται? Και γιατί τους έκανε έτσι ο Θεός?

-Έρχονται παραμονή Χριστούγεννα και φεύγουνε παραμονή των Φωτών (*2). Αυτοί ήτανε πρώτα ανθρώποι κακούργοι, ληστές και φονιάδες, που ’χανε κάνει, να ειπούμε, πολλά κακουργήματα. Κι ο Θεός για να τους τιμωρήσει τους αφορίστηκε να ζούνε όλο το χρόνο κάτω από τη γης και μόνο τα Χριστούγεννα τους αφήνει να ’ρχονται απάνω. Έρχονται και μπαίνουνε μέσα στα σπίτια από τις καμινιάδες (*3) και τις τρύπες, κάνουνε ζημιές, μαγαρίζουνε και σπάνε ό,τι βρούνε. Κατουράνε μέσα στα κανάτια μας, στο κιούπι με το λάδι και μέσα στ’ αφτιά των ανθρώπων που κοιμούνται. Κατουράνε, οι αφορεσμένοι, και τις γλάστρες και μας ξεραίνουνε τα λουλούδια. Είναι μαλλιαροί και κοκαλιάρηδες..

– Γιαγιά, πες μας τώρα και το τραγούδι των καλικαντζαραίων! είπε τότε η δεύτερη. Η γιαγιά δεν τους χάλασε το χατίρι κι άρχισε να τραγουδάει: (*4)

«Καλκαντζάροι ξορκισμένοι

καλκαντζάροι προγκισμένοι

καλκαντζάροι με κουδούνια

που βαστάτε τα μπαστούνια.

-Φύγετε, να φύγουμε!

Να ’τοι, θα μας πιάσουν τώρα

θα μας πάρουν και τη φόρα!»

– Πωπώ, γιαγιά, φοβάμαι, μου σηκώθηκε η τρίχα! Μη λες κι άλλα, της είπε η μεγάλη .

– Κι εγώ φοβάμαι, κι εγώ! είπανε μ’ ένα στόμα κι οι άλλες δυο.

– Γι’ αυτό προσέχτε και σεις αυτές τις μέρες, μην έρθουνε και σας μαγαρίσουνε!…

Μ’ ΟΛΑ ΑΥΤΑ Η ΩΡΑ είχε περάσει κι ήρθανε και τα πρώτα χασμουρητά. Η γιαγιά σηκώθηκε να πάει στο δικό της δωμάτιο κι η μάνα είπε στις κόρες της:

– Άντε, σηκωθείτε κι εσείς και στρώστε τα στρωσίδια σας να κοιμηθείτε!

– Δε θέλουμε να κοιμηθούμε μόνες μας απόψε. Θέλουμε να κοιμηθούμε μαζί σας, γιατί φοβόμαστε τους καλικαντζαραίους, απάντησαν αυτές. Η μάνα κι ο πατέρας είχαν αντίρρηση. Τότες οι κόρες αρχίσανε να κλαψουρίζουνε:

– Θα στρώσουμε στρωματσάδα εδώ χάμω, καλέ μαμά, και θα κοιμηθούμε όλες μαζί, είπανε. Έτσι κι έγινε. Φέρανε την ψάθα και τα στρωσίδια και τα στρώσανε μπροστά στο τζάκι. Βάλανε και τη μαξιλαρομάνα (*5) για προσκεφάλι κι η μάνα έριξε από πάνω και τη βαριά προκόβα (*6), με τις χοντρές μακριές κλωστές, για να μην κρυώνουνε. Κάνανε στο τέλος το σταυρό τους και πέσανε να κοιμηθούνε.

ΤΩΡΑ ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΦΩΤΙΖΟΤΑΝ από το καντήλι και τη φλόγα που έκαιγε ακόμα στο τζάκι. Μέσα σ’ αυτή τη ζεστασιά, ο ύπνος ήρθε γρήγορα στις κόρες, που κοιμήθηκαν αμέσως, χαμογελαστές κι ευχαριστημένες. Πού και πού τους ξέφευγε και καμιά πορδίτσα, που έσπαγε τη μονοτονία του ρυθμικού ροχαλητού του πατέρα.

Εκείνη την ώρα διαλέξανε οι καλικάντζαροι να κατέβουν ομαδικά από την καμινιάδα μέσα στο δωμάτιο.

Τώρα – μεταξύ μας – τι καλικαντζαραίοι και κολοκύθια στον πάτερο! Η μεγάλη κόρη, καθώς ήτανε στριμωγμένη ανάμεσα στις άλλες, είχε πετάξει στα μούτρα της δρωτσίλες από τη ζέστη. Μια – δυο στάλες ιδρώτα στάξανε μέσα στ’ αφτί της, ενώ οι κλωστές και το χνούδι της προκόβας της γαργαλούσανε τ’ αφτιά και το πρόσωπο. Κι αυτή νόμισε πώς της ακούμπησε το μαλλιαρό σώμα του καλικάντζαρου. Ξύπνησε απότομα, τινάχτηκε πάνω κι έβαλε τα κλάματα και τις φωνές:

– Οι καλικαντζαραίοι!… Οι καλικαντζαραίοι!… Μαμάκα μου!… Με φάγανε! Μου κατουρήσανε μέσα στ’ αφτί!… Μου πιάσανε τα μάγουλα!… Με μαγαρίσανε!…

Ξυπνήσανε κι οι αδερφές της, φωνάζανε κι αυτές μεσ’ στο σκοτάδι:

– Μαμάκα μου!… Μας μαγαρίσανε!… Μας κατουρήσανε!… Να ’τοι, τους είδαμε!… Ο ένας κρύφτηκε στην κελαρή (*7) , ο άλλος στην καστόρα (*8) κι ο άλλος βγήκε από την καμινιάδα!… Είναι και μαλλιαροί!… Παναγιά μου, βόηθα μας!…

Πετάχτηκαν πάνω κι οι γονείς κι άναψαν το λυχνάρι. Ήρθε κι η γιαγιά μ’ ένα κερί από το άλλο δωμάτιο. Ήρθε μ’ ένα φανάρι κι ο γερο-υπερέτης τους, που καθότανε μόνος του σε μια χαμοκέλα, στο βάθος της αυλής.

– Μόι τι πάθατε και φωνάζετε έτσι? τις ρωτούσαν όλοι. Κι εκείνες κλαίγανε ακόμα πιο δυνατά:

– Μαμάκα μου!.. Ήρθανε οι καλικαντζαραίοι!.. Μας μαγαρίσανε!… Μπαμπάκα μου!… Γιαγιάκα μου!…

ΟΙ ΣΤΡΙΓΓΙΕΣ ΦΩΝΕΣ ΤΟΥΣ αναστατώσανε όλο το χωριό. Τα σκυλιά γαυγίζανε, τα κοκόρια ξελαρυγγιαστήκανε, τα γαϊδούρια γκαρίζανε κι οι ανθρώποι βγήκανε νυχτιάτικα έξω από τα σπίτια τους και ρωτάγανε τι είχε συμβεί. Η γιαγιά αγανάχτησε:

– Σταματήστε, μόι γκοχύλες (*9), γιατί σηκώσατε όλο το χωριό στο ποδάρι! Αμή εσείς το παρακάνατε! Κι ενώ αυτές είχανε το χαβά τους, οι άλλοι πέσανε να καθαρίσουνε το σπίτι από τις μαγαρισιές: Πλύνανε με αγιασμό τα αφτιά των κοριτσιών, πήρανε το λιβανιστήρι και θυμιατίσανε το σπίτι μέσα κι έξω, τινάξανε τις καπνιές κι αδειάσανε το νερό από τα κανάτια, γιατί τα είχανε μαγαρίσει όλα αυτοί οι οξαποδώ.

ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΚΑΘΟΝΤΑΝ ΤΩΡΑ μισοξαπλωμένα πάνω στο κρεβάτι των γονιών τους και συνέχιζαν με λυγμούς το γοερό τους κλάμα. Η γιαγιά τους έδωσε από ένα μελομακάρουνο, μήπως και σταματήσουνε. Αλλά τι τα θέλεις… Σταματάγανε, τρώγανε λίγο και πάλι ξαναρχίζανε όλες μαζί: “Ααααααα! Ααααααα!” Μέχρι που κουραστήκανε, τις πήρε και πάλι ο ύπνος κι ησυχάσανε. Και μαζί τους ησύχασε κι όλο το χωριό….

.

Γλωσσάρι και σχόλια:

*1. πον. Από το αρβ. po nëkë Αλλά δεν). Συνηθέστατο στις συνομιλίες.

*2. Φωτών˙ αντί των Φώτων.

*3. καμινιάδες˙ αντί καμινάδες.

*4. Οι στίχοι είναι δική μου μετάφραση από παιδικό αρβανίτικο τραγουδάκι.

*5. μαξιλαρομάνα˙ το μεγάλο κοινό μαξιλάρι για πολλά άτομα, γεμισμένο με άχυρα, που χρησιμοποιούσαν παλιά.

*6. προκόβα˙ το χειμερινό πολύ βαρύ, χοντρό και σχεδόν άκαμπτο κλινοσκέπασμα. Η επιφάνειά του ήταν γεμάτη με χοντρές και μακριές πολύχρωμες κλωστές, περίπου σαν της φλοκάτης.

*7. κελαρή (θηλ.)˙ αντί το κελάρι.

*8. καστόρα˙ ο αχυρώνας (αρβ. kashtë = άχυρο). Ίσως συγγενής η αρχ. ελλ. λ. α-κοστή (=κριθάρι).

*9. γκοχύλες˙ αντί κοχύλες. Είναι μεγάλο κοχλιωτό θαλάσσιο όστρακο, που όταν το φυσάνε, βγάζει πολύ δυνατό ήχο. Χρησίμευε στα πλοία ως τηλεβόας («μπουρού»).

.

(*) Ο Γιάννης Πρόφης είναι λαογράφος, συγγραφέας και ζωγράφος

 

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο

Tο σχόλιο θα δημοσιευθεί μόλις εγκριθεί από τον διαχειριστή. Διαβάστε τους όρους χρήσης. Για οποιαδήποτε απορία, μπορείτε να επικοινωνήσετε μέσω email.