Η Ελληνική Αστυνομία συμμετείχε σε διασυνοριακή επιχείρηση με την κωδική ονομασία «CHAI FAKE» που πραγματοποιήθηκε υπό τον συντονισμό της Europol, για την εξάρθρωση εγκληματικής οργάνωσης που διακινούσε πλαστά χαρτονομίσματα, τα οποία μάλιστα ήταν χειροποίητα και δεν ανιχνεύονταν από μηχανήματα γνησιότητας.
Στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στο Μαρκόπουλο, συνελήφθη ο 35χρονος Μ.Β. που είχε ξοδέψει στην Ελλάδα τουλάχιστον 43 πλαστά χαρτονομίσματα των 100 ευρώ.
Ο Πακιστανός Μ.Β. ήταν το αρχηγικό μέλος της σπείρας που έχει διακινήσει χιλιάδες ευρώ σε πλαστά χαρτονομίσματα των 100 ευρώ, σε Ρώμη, Βερόνα, Βιντζέντζα και Κονσέντζα και τον αναζητούσαν οι Γαλλικές αρχές.
Όλα ξεκίνησαν όταν μετά από έρευνες των ιταλικών Αρχών σε Ρώμη και Νάπολη συνελήφθησαν 7 Πακιστανοί οι οποίοι είχαν στήσει εργαστήριο με πλήρης εξοπλισμός κατάρτισης πλαστών χαρτονομισμάτων. Κατά τη διάρκεια της επιχείρησης, εντοπίστηκαν στο εργαστήριο πολλά «ορφανά» δακτυλικά αποτυπώματα. Επίσης, στην Βαρκελώνη της Ισπανίας συνελήφθησαν άλλοι 2 Πακιστανοί.
Μετά την επιχείρηση στην Ιταλία, η Europol έστειλε σήμα στην Ελλάδα και δείγμα των «ορφανών» δακτυλικών αποτυπωμάτων. Οι Έλληνες αστυνομικοί ταυτοποίησαν ένα δακτυλικό αποτύπωμα, και έτσι οδηγήθηκαν στον 35χρονο Μ.Β. Ο 35χρονος ήταν γνώριμος στις Ελληνικές αρχές, καθώς είχε καταδικαστεί στις 23 Δεκεμβρίου του 2013 και είχε φυλακιστεί στις φυλακές Κορυδαλλού, έως τις 3 Ιουνίου του 2016. Μετά από αναζητήσεις, συνελήφθη και στην κατοχή του βρέθηκαν 125 πλαστά χαρτονομίσματα των 100 ευρώ.
Επίσης είχε κατηγορηθεί και για τα αδικήματα της αρπαγής και της ληστείας και του είχαν επιβληθεί οι περιοριστικοί όροι της εμφάνισης στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής του και η απαγόρευση εξόδου από την Χώρα. Σε βάρος του εκκρεμούσαν και δυο καταδικαστικές αποφάσεις. Η μια αφορούσε αρπαγή και ληστεία με ποινή φυλάκισης 3ετών, 7μηνών και 12ημερών, και η δεύτερη για παράνομη οπλοφορία.
Συνολικά συνελήφθησαν 10 Πακιστανοί, οι οποίοι παρήγαγαν στην Ιταλία πλαστά χαρτονομίσματα των 100 ευρώ και τα διακινούσαν σε Ελλάδα, Ιταλία, Γαλλία και Ισπανία.
Όπως προέκυψε, επρόκειτο για μέλη εγκληματικής οργάνωσης με κύριο χαρακτηριστικό ότι η παραγωγή των χαρτονομισμάτων γινόταν χειροποίητα, χρησιμοποιώντας ειδικό μελάνι και υδατογραφήματα, καθιστώντας αδύνατη την αναγνώρισή τους από μηχανές ανίχνευσης γνησιότητας.